- ντέρτι
- το(λ. τουρκ.), λύπη, καημός, βάσανο, μεράκι: Έχω ντέρτιακαι μαράζια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ντέρτι — το καημός, βάσανο, στενοχώρια («να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dert] … Dictionary of Greek
Os Ton Paradeiso — Ως Τον Παράδεισο Studio album by Keti Garbi Released 1993 Recorded 1993 … Wikipedia
αμεράκλωτος — η, ο [μερακλώνω] 1. αυτός που δεν έχει ερωτική βαρυθυμία, ντέρτι, σεκλέτι 2. αυτός που δεν μερακλώθηκε, δεν απόκτησε κέφι, ευθυμία, διάθεση … Dictionary of Greek
dert — s.n. (înv.) jale, tristeţe (mare), mâhnire. Trimis de blaurb, 03.05.2006. Sursa: DAR dert s.m. – Supărare, necaz. tc. (per.) derd (Bogrea, Dacor., IV, 808), cf. ngr. ντέρτι, alb., sb. dert. Rar, în Mold … Dicționar Român